- ακ-
- [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ.ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής Ελληνικής, προερχόμενη από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ακ-, μια από τις πιο γνωστές και παραγωγικές ρίζες λέξεων τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Dictionary of Greek. 2013.